- πέπαμαι
- Αβλ. πάομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πέπαμαι — πέπᾱμαι , πάομαι get perf ind mp 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… … Dictionary of Greek
βουπάμων — βουπάμων, ο (Α) πλούσιος, με πολλά κοπάδια βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + (ρ.) *πάομαι, το οποίο κυρίως απαντά στον παρακμ. πέπαμαι «κατέχω»] … Dictionary of Greek
καταπάομαι — (Α) (μόνο στον αόρ., αποθ.) αποκτώ κυριαρχία πάνω σε κάποιον, κατακτώ («κατεπάσατο κατεκτήσατο», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάομαι, που μαρτυρείται κυρίως στον τ. τού παρακμ. πέπαμαι] … Dictionary of Greek
παμπήδην — (Α, Μ παμπηδόν και παμπηδονίς) επίρρ. καθ ολοκληρίαν, εντελώς, ολότελα («παμπήδην λαὸς πᾱς κατέφθαρται δορί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάμπαν*, κατά τα επιρρ. σε ήδην / ηδόν (πρβλ. υποβλ ήδην). Το επίρρ. δεν συνδέεται με την οικογένεια τών πέπαμαι … Dictionary of Greek
παμπησία — παμπησία, ἡ (Α) πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου *πάν πητος] … Dictionary of Greek
k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- — k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen” Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… … Proto-Indo-European etymological dictionary